ἔκρους

ἔκρους
ἔκροος
outflow
masc acc pl (attic)
ἔκροος
outflow
masc nom sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έκρους — ἔκρους ( οος), ο (Α) 1. (για ποταμούς) εκροή, εκβολή 2. έκκριση 3. διέξοδος, άνοιγμα για να φεύγουν τα νερά 4. μέσο διαρροής …   Dictionary of Greek

  • εκροή — η (AM ἐκροή) έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών τής βροχής») αρχ. 1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος 2. συνεκδ. τα μέρη τού σώματος απ όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”